- τούβερ
- το, Ν(μυκητ.) γένος ασκομυκήτων, τυπικό τής οικογένειας τουβερίδες.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. tuber < λατ. tuber «καμπούρα, οίδημα»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τουβερίδες — οι, Ν βοτ. οικογένεια ασκομυκήτων τής τάξης τουβερώδη, με τυπικό εκπρόσωπό της το γένος τούβερ … Dictionary of Greek
τουβερώδη — τα, Ν (μυκητ.) τάξη ασκομυκήτων που ανήκει στην κλάση δισκομύκητες και περιλαμβάνει 35 περίπου γένη και 230 περίπου είδη τα οποία χαρακτηρίζονται από καρποσώματα που αναπτύσσονται κάτω από την επιφάνεια τού εδάφους και μοιάζουν με κονδύλους.… … Dictionary of Greek
μυκορρίζια ή ριζομύκια — Βοτανικός όρος που χαρακτηρίζει τις ειδικές κοινοβιακές συμβιώσεις, οι οποίες πραγματοποιούνται ανάμεσα στις νεαρές ρίζες των φυτών και στις υφές (επιμήκη κυλινδρικά νήματα) των μυκήτων. Τα μ. μελετήθηκαν λεπτομερώς για πρώτη φορά κατά τα τέλη… … Dictionary of Greek